ταυτολογικός

ταυτολογικός
-ή, -ό, Ν [ταυτολογία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταυτολογία.
επίρρ...
ταυτολογικώς / ταὐτολογικῶς ΝΜ, και ταυτολογικά Ν
με ταυτολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”